- εκσπερματισμός
- οη εκσπερμάτιση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκσπερματισμός — ο εκσπερμάτιση … Dictionary of Greek
ενυπνιασμός — ἐνυπνιασμός, ο (Μ) 1. ενυπνίασις 2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο … Dictionary of Greek
σπερματισμός — ο 1. εκσπερματισμός, παραγωγή σπέρματος. 2. βιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σπέρμα παίζει το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του εμβρύου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)